- κάρυον
- -ου τό N 2 2-0-0-0-0=2 Gn 43,11; Nm 17,23almondCf. DORIVAL 1994, 362
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κάρυον — nut neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρύοιο — κάρυον nut neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρύοις — κάρυον nut neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρύοισιν — κάρυον nut neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρύου — κάρυον nut neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρύων — κάρυον nut neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρύῳ — κάρυον nut neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασταναῖος — κάρυον nut masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρυα — κάρυον nut neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
ισχαδοκάρυον — ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α) επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς άδος + κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο κάρυον, μοσχο κάρυον] … Dictionary of Greek